- τράχωμα
- (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και υγρό. Υπολογίζεται ότι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν σήμερα 300-400 εκατ. τραχωματικών.
Το τ., που μπορεί να αρχίσει κατά οξύ ή λανθάνοντα τρόπο, προσβάλλει τον βλεφαρικό επιπεφυκότα, στον οποίο σχηματίζονται υπερτροφικές θηλωματώδεις και χαρακτηριστικές οζιδιακές αλλοιώσεις· η συρρίκνωση που προκαλούν οι ουλές των στοιχείων αυτών παραμορφώνει τα βλέφαρα και αλλοιώνει τις βλεφαρίδες. Η φλεγμονή μπορεί να προσβάλει και τον επιπεφυκότα του βολβού και τότε είναι δυνατόν να έχουμε συμφύσεις μεταξύ βλεφάρων και οφθαλμικού βολβού, έλκη του κερατοειδούς, πάννο του κερατοειδούς· το τ. μπορεί λοιπόν να προξενήσει βλάβες στην όραση μέχρι τύφλωσης. Η αρχική φλεγμονή ελέγχεται σήμερα με αντιβιοτικά· τα ουλώδη κατάλοιπα απαιτούν δύσκολη και άκρως ειδική θεραπευτική αγωγή.
* * *(I)το, ΝΜΑλοιμώδης πάθηση τού επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. κοκκώδης επιπεφυκίτιδαμσν.τραχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ωμα, κατά το γλαύκ-ωμα].————————(II)το, Ντα μετρητά ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο δώρο, αλλ. εξώπροικα ή παραπροίκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. ρ. *τραχώνω < τραχύ «ασημένιο νόμισμα» (ουδ. τού επιθ. τραχύς*)].
Dictionary of Greek. 2013.